- κομπασμος
- κομπασμόςὁ Plut. = κόμπασμα См. κομπασμα
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κομπασμός — ο (Α κομπασμός) [κομπάζω] κόμπασμα, καυχησιολογία … Dictionary of Greek
κομπασμός — ο το να κομπάζει κανείς, καυχησιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κομπασμῶν — Κομπασμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομπασμῶν — κομπασμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κομπασμῷ — Κομπασμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομπασμῷ — κομπασμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλαζόνευμα — το (Α ἀλαζόνευμα) [ἀλαζονεύομαι] 1. πράξη αλαζονείας, εξαπάτηση με μεγάλα λόγια, κομπασμός, καύχηση 2. στον πληθ. τα αλαζονεύματα αερολογίες, ψευτιές, παχιά λόγια … Dictionary of Greek
αύχη — αὔχη, η (Α) καύχηση, κομπασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυχώ ( έω) «καυχιέμαι, περηφανεύομαι), με υποχωρητικό σχηματισμό] … Dictionary of Greek
αύχησις — αὔχησις, η (Α) [αυχώ] καύχηση, κομπασμός … Dictionary of Greek
καμάρι — Ονομασία δεκατριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ., 45 κάτ.) της Αμοργού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμοργού του νομού Κυκλάδων. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 670 μ., 325 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας.… … Dictionary of Greek
καμάρωμα — το (AM καμάρωμα) [καμαρώνω] 1. η κατασκευή καμάρας ή οικοδομήματος σε σχήμα καμάρας, αψίδωση 2. καμαροειδές κατασκεύασμα, θόλος, αψίδα («ἐξ ὀπτῆς πλίνθου καὶ ἀσφάλτου κατεσκευασμένοι καὶ αὐτοὶ καὶ αἱ ψαλίδες καὶ τὰ καμαρώματα», Στράβ.) νεοελλ. το … Dictionary of Greek